- σακτός
- (I)-ή, -όν, Α1. παραγεμισμένος2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος»β) «χιτῶνος εἶδος»γ) «θύλακος».[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω)].————————(II)-ή, -όν, Ααυτός που έχει στραγγιστεί, στραγγισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος. Ο τ. έχει σχηματιστεί με την κατάλ. τών ρηματικών επιθ., πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση τού σακτός (Ι) τού ρ. σάττω (για ανάλογη παρετυμολογική σύνδεση τών λ. σάκκος και σάττω βλ. και λ. σάκτας)].
Dictionary of Greek. 2013.